- εὐεξέλκυστος
- εὐεξ-έλκυστος, ον,A easily extracted, Heraclid.Tar. ap. Gal.12. 692.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευεξέλκυστος — εὐεξέλκυστος, ον (Α) αυτός που αποσπάται, που εξάγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ ελκυστός (< εξ έλκω), τ. που εμφανίζει το παράλληλο παρεκτεταμένο θ. ελκ υ (κατά το ερύω) τού ρ. έλκω] … Dictionary of Greek
εὐεξέλκυστον — εὐεξέλκυστος easily extracted masc/fem acc sg εὐεξέλκυστος easily extracted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)